συναποτίκτω

συναποτίκτω
Α
1. γεννώ συγχρόνως
2. παράγω κάτι από κοινού με άλλον
3. παράγω συγχρόνως («τὴν φύσιν... πολλὰ τοῑς χρηστοῑς ὁμοῡ φαῡλα συναποτίκτειν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀποτίκτω «γεννώ, παράγω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”